- αὐτοβοεί
- αὐτοβοείby a mere shoutindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αυτοβοεί — αὐτοβοεί επίρρ. (Α) 1. με την πρώτη πολεμική κραυγή («αὐτοβοεὶ ἑλεῑν») 2. φρ. «αὐτοβοεὶ λαβεῑν κλέπτοντα» επ αυτοφώρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + βοή, με επιρρ. κατάλ. εί (πρβλ. αθεεί, ασπουδεί, αυτοετεί, αυτολεξεί κ.ά.)] … Dictionary of Greek
αὐτοβόει — αὐτοβοάω bear testimony of oneself imperf ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) αὐτοβοάω bear testimony of oneself pres imperat act 2nd sg (attic epic ionic) αὐτοβοάω bear testimony of oneself imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) αὐτοβοεί… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)